αδιάπλευστος
Greek
Declension
Declension of αδιάπλευστος
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιάπλευστος • | αδιάπλευστη • | αδιάπλευστο • | αδιάπλευστοι • | αδιάπλευστες • | αδιάπλευστα • |
| genitive | αδιάπλευστου • | αδιάπλευστης • | αδιάπλευστου • | αδιάπλευστων • | αδιάπλευστων • | αδιάπλευστων • |
| accusative | αδιάπλευστο • | αδιάπλευστη • | αδιάπλευστο • | αδιάπλευστους • | αδιάπλευστες • | αδιάπλευστα • |
| vocative | αδιάπλευστε • | αδιάπλευστη • | αδιάπλευστο • | αδιάπλευστοι • | αδιάπλευστες • | αδιάπλευστα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.