αδιερεύνητος
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ði.eˈɾev.ni.tos/
- Hyphenation: α‧δι‧ε‧ρεύ‧νη‧τος
Adjective
αδιερεύνητος • (adierévnitos) m (feminine αδιερεύνητη, neuter αδιερεύνητο)
Declension
Declension of αδιερεύνητος
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αδιερεύνητος • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητοι • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
| genitive | αδιερεύνητου • | αδιερεύνητης • | αδιερεύνητου • | αδιερεύνητων • | αδιερεύνητων • | αδιερεύνητων • |
| accusative | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητους • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
| vocative | αδιερεύνητε • | αδιερεύνητη • | αδιερεύνητο • | αδιερεύνητοι • | αδιερεύνητες • | αδιερεύνητα • |
Related terms
- διερευνώ (dierevnó, “investigate, explore”)
and see: ερευνάω/ερευνώ (erevnáo/erevnó, “search, investigate”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.