αινιγματικός
Greek
Etymology
From Ancient Greek αἰνιγματικός (ainigmatikós).
Pronunciation
- IPA(key): [ɛniɣmatiˈkɔs]
Adjective
αινιγματικός • (ainigmatikós) m (feminine αινιγματική, neuter αινιγματικό)
- enigmatic (pertaining to an enigma)
- enigmatic, mysterious, inscrutable
Declension
Declension of αινιγματικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικός • | αινιγματική • | αινιγματικό • | αινιγματικοί • | αινιγματικές • | αινιγματικά • |
| genitive | αινιγματικού • | αινιγματικής • | αινιγματικού • | αινιγματικών • | αινιγματικών • | αινιγματικών • |
| accusative | αινιγματικό • | αινιγματική • | αινιγματικό • | αινιγματικούς • | αινιγματικές • | αινιγματικά • |
| vocative | αινιγματικέ • | αινιγματική • | αινιγματικό • | αινιγματικοί • | αινιγματικές • | αινιγματικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αινιγματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αινιγματικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικότερος • | αινιγματικότερη • | αινιγματικότερο • | αινιγματικότεροι • | αινιγματικότερες • | αινιγματικότερα • |
| genitive | αινιγματικότερου • | αινιγματικότερης • | αινιγματικότερου • | αινιγματικότερων • | αινιγματικότερων • | αινιγματικότερων • |
| accusative | αινιγματικότερο • | αινιγματικότερη • | αινιγματικότερο • | αινιγματικότερους • | αινιγματικότερες • | αινιγματικότερα • |
| vocative | αινιγματικότερε • | αινιγματικότερη • | αινιγματικότερο • | αινιγματικότεροι • | αινιγματικότερες • | αινιγματικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αινιγματικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αινιγματικότατος • | αινιγματικότατη • | αινιγματικότατο • | αινιγματικότατοι • | αινιγματικότατες • | αινιγματικότατα • |
| genitive | αινιγματικότατου • | αινιγματικότατης • | αινιγματικότατου • | αινιγματικότατων • | αινιγματικότατων • | αινιγματικότατων • |
| accusative | αινιγματικότατο • | αινιγματικότατη • | αινιγματικότατο • | αινιγματικότατους • | αινιγματικότατες • | αινιγματικότατα • |
| vocative | αινιγματικότατε • | αινιγματικότατη • | αινιγματικότατο • | αινιγματικότατοι • | αινιγματικότατες • | αινιγματικότατα • |
Related terms
- see: αίνιγμα (aínigma, “enigma”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.