αιτιοκρατικός
Greek
Adjective
αιτιοκρατικός • (aitiokratikós) m (feminine αιτιοκρατική, neuter αιτιοκρατικό)
Declension
Declension of αιτιοκρατικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αιτιοκρατικός • | αιτιοκρατική • | αιτιοκρατικό • | αιτιοκρατικοί • | αιτιοκρατικές • | αιτιοκρατικά • |
| genitive | αιτιοκρατικού • | αιτιοκρατικής • | αιτιοκρατικού • | αιτιοκρατικών • | αιτιοκρατικών • | αιτιοκρατικών • |
| accusative | αιτιοκρατικό • | αιτιοκρατική • | αιτιοκρατικό • | αιτιοκρατικούς • | αιτιοκρατικές • | αιτιοκρατικά • |
| vocative | αιτιοκρατικέ • | αιτιοκρατική • | αιτιοκρατικό • | αιτιοκρατικοί • | αιτιοκρατικές • | αιτιοκρατικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αιτιοκρατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αιτιοκρατικός, etc.) | |||||
Related terms
- αιτιοκρατία f (aitiokratía, “determinism”)
- αιτιοκρατικά (aitiokratiká, “deterministically”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.