αναγουλιαστικός
Greek
Adjective
αναγουλιαστικός • (anagouliastikós) m (feminine αναγουλιαστική, neuter αναγουλιαστικό)
- nauseating, sickening (causing nausea)
- (figuratively) loathsome
Declension
Declension of αναγουλιαστικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αναγουλιαστικός • | αναγουλιαστική • | αναγουλιαστικό • | αναγουλιαστικοί • | αναγουλιαστικές • | αναγουλιαστικά • |
| genitive | αναγουλιαστικού • | αναγουλιαστικής • | αναγουλιαστικού • | αναγουλιαστικών • | αναγουλιαστικών • | αναγουλιαστικών • |
| accusative | αναγουλιαστικό • | αναγουλιαστική • | αναγουλιαστικό • | αναγουλιαστικούς • | αναγουλιαστικές • | αναγουλιαστικά • |
| vocative | αναγουλιαστικέ • | αναγουλιαστική • | αναγουλιαστικό • | αναγουλιαστικοί • | αναγουλιαστικές • | αναγουλιαστικά • |
Related terms
- see: αναγούλα f (anagoúla, “nausea”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.