ανταγωνιστικός
Greek
Adjective
ανταγωνιστικός • (antagonistikós) m (feminine ανταγωνιστική, neuter ανταγωνιστικό)
Declension
Declension of ανταγωνιστικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανταγωνιστικός • | ανταγωνιστική • | ανταγωνιστικό • | ανταγωνιστικοί • | ανταγωνιστικές • | ανταγωνιστικά • |
| genitive | ανταγωνιστικού • | ανταγωνιστικής • | ανταγωνιστικού • | ανταγωνιστικών • | ανταγωνιστικών • | ανταγωνιστικών • |
| accusative | ανταγωνιστικό • | ανταγωνιστική • | ανταγωνιστικό • | ανταγωνιστικούς • | ανταγωνιστικές • | ανταγωνιστικά • |
| vocative | ανταγωνιστικέ • | ανταγωνιστική • | ανταγωνιστικό • | ανταγωνιστικοί • | ανταγωνιστικές • | ανταγωνιστικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανταγωνιστικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανταγωνιστικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανταγωνιστικότερος • | ανταγωνιστικότερη • | ανταγωνιστικότερο • | ανταγωνιστικότεροι • | ανταγωνιστικότερες • | ανταγωνιστικότερα • |
| genitive | ανταγωνιστικότερου • | ανταγωνιστικότερης • | ανταγωνιστικότερου • | ανταγωνιστικότερων • | ανταγωνιστικότερων • | ανταγωνιστικότερων • |
| accusative | ανταγωνιστικότερο • | ανταγωνιστικότερη • | ανταγωνιστικότερο • | ανταγωνιστικότερους • | ανταγωνιστικότερες • | ανταγωνιστικότερα • |
| vocative | ανταγωνιστικότερε • | ανταγωνιστικότερη • | ανταγωνιστικότερο • | ανταγωνιστικότεροι • | ανταγωνιστικότερες • | ανταγωνιστικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ανταγωνιστικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ανταγωνιστικότατος • | ανταγωνιστικότατη • | ανταγωνιστικότατο • | ανταγωνιστικότατοι • | ανταγωνιστικότατες • | ανταγωνιστικότατα • |
| genitive | ανταγωνιστικότατου • | ανταγωνιστικότατης • | ανταγωνιστικότατου • | ανταγωνιστικότατων • | ανταγωνιστικότατων • | ανταγωνιστικότατων • |
| accusative | ανταγωνιστικότατο • | ανταγωνιστικότατη • | ανταγωνιστικότατο • | ανταγωνιστικότατους • | ανταγωνιστικότατες • | ανταγωνιστικότατα • |
| vocative | ανταγωνιστικότατε • | ανταγωνιστικότατη • | ανταγωνιστικότατο • | ανταγωνιστικότατοι • | ανταγωνιστικότατες • | ανταγωνιστικότατα • |
Related terms
- see: ανταγωνίζομαι (antagonízomai, “to compete, to rival”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.