αντιμαγνητικός
Greek
Adjective
αντιμαγνητικός • (antimagnitikós) m (feminine αντιμαγνητική, neuter αντιμαγνητικό)
- nonmagnetic, antimagnetic
- Antonym: μαγνητικός (magnitikós)
Declension
Declension of αντιμαγνητικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντιμαγνητικός • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικοί • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |
| genitive | αντιμαγνητικού • | αντιμαγνητικής • | αντιμαγνητικού • | αντιμαγνητικών • | αντιμαγνητικών • | αντιμαγνητικών • |
| accusative | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικούς • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |
| vocative | αντιμαγνητικέ • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικοί • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.