αντιστρατιωτικός
Greek
Adjective
αντιστρατιωτικός • (antistratiotikós) m (feminine αντιστρατιωτική, neuter αντιστρατιωτικό)
- antimilitaristic, antimilitary
- Synonym: αντιμιλιταριστικός (antimilitaristikós)
- unmilitary
Declension
Declension of αντιστρατιωτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αντιστρατιωτικός • | αντιστρατιωτική • | αντιστρατιωτικό • | αντιστρατιωτικοί • | αντιστρατιωτικές • | αντιστρατιωτικά • |
| genitive | αντιστρατιωτικού • | αντιστρατιωτικής • | αντιστρατιωτικού • | αντιστρατιωτικών • | αντιστρατιωτικών • | αντιστρατιωτικών • |
| accusative | αντιστρατιωτικό • | αντιστρατιωτική • | αντιστρατιωτικό • | αντιστρατιωτικούς • | αντιστρατιωτικές • | αντιστρατιωτικά • |
| vocative | αντιστρατιωτικέ • | αντιστρατιωτική • | αντιστρατιωτικό • | αντιστρατιωτικοί • | αντιστρατιωτικές • | αντιστρατιωτικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιστρατιωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιστρατιωτικός, etc.) | |||||
Related terms
- see: στρατός m (stratós, “army”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.