αξιοκρατικός
Greek
Declension
Declension of αξιοκρατικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αξιοκρατικός • | αξιοκρατική • | αξιοκρατικό • | αξιοκρατικοί • | αξιοκρατικές • | αξιοκρατικά • |
| genitive | αξιοκρατικού • | αξιοκρατικής • | αξιοκρατικού • | αξιοκρατικών • | αξιοκρατικών • | αξιοκρατικών • |
| accusative | αξιοκρατικό • | αξιοκρατική • | αξιοκρατικό • | αξιοκρατικούς • | αξιοκρατικές • | αξιοκρατικά • |
| vocative | αξιοκρατικέ • | αξιοκρατική • | αξιοκρατικό • | αξιοκρατικοί • | αξιοκρατικές • | αξιοκρατικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοκρατικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοκρατικός, etc.) | |||||
Related terms
- αξιοκρατία f (axiokratía, “meritocracy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.