αξιοπρεπής
See also: ἀξιοπρεπής
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /a.ksi.o.pɾeˈpis/
- Hyphenation: α‧ξι‧ο‧πρε‧πής
- Homophone: αξιοπρεπείς (axioprepeís)
Adjective
αξιοπρεπής • (axioprepís) m (feminine αξιοπρεπής, neuter αξιοπρεπές)
Declension
Declension of αξιοπρεπής
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αξιοπρεπής • | αξιοπρεπής • | αξιοπρεπές • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπή • |
| genitive | αξιοπρεπούς • | αξιοπρεπούς • | αξιοπρεπούς • | αξιοπρεπών • | αξιοπρεπών • | αξιοπρεπών • |
| accusative | αξιοπρεπή • | αξιοπρεπή • | αξιοπρεπές • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπή • |
| vocative | αξιοπρεπή • / αξιοπρεπής • | αξιοπρεπής • | αξιοπρεπές • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπείς • | αξιοπρεπή • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αξιοπρεπής, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αξιοπρεπής, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αξιοπρεπέστερος • | αξιοπρεπέστερη • | αξιοπρεπέστερο • | αξιοπρεπέστεροι • | αξιοπρεπέστερες • | αξιοπρεπέστερα • |
| genitive | αξιοπρεπέστερου • | αξιοπρεπέστερης • | αξιοπρεπέστερου • | αξιοπρεπέστερων • | αξιοπρεπέστερων • | αξιοπρεπέστερων • |
| accusative | αξιοπρεπέστερο • | αξιοπρεπέστερη • | αξιοπρεπέστερο • | αξιοπρεπέστερους • | αξιοπρεπέστερες • | αξιοπρεπέστερα • |
| vocative | αξιοπρεπέστερε • | αξιοπρεπέστερη • | αξιοπρεπέστερο • | αξιοπρεπέστεροι • | αξιοπρεπέστερες • | αξιοπρεπέστερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αξιοπρεπέστερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αξιοπρεπέστατος • | αξιοπρεπέστατη • | αξιοπρεπέστατο • | αξιοπρεπέστατοι • | αξιοπρεπέστατες • | αξιοπρεπέστατα • |
| genitive | αξιοπρεπέστατου • | αξιοπρεπέστατης • | αξιοπρεπέστατου • | αξιοπρεπέστατων • | αξιοπρεπέστατων • | αξιοπρεπέστατων • |
| accusative | αξιοπρεπέστατο • | αξιοπρεπέστατη • | αξιοπρεπέστατο • | αξιοπρεπέστατους • | αξιοπρεπέστατες • | αξιοπρεπέστατα • |
| vocative | αξιοπρεπέστατε • | αξιοπρεπέστατη • | αξιοπρεπέστατο • | αξιοπρεπέστατοι • | αξιοπρεπέστατες • | αξιοπρεπέστατα • |
Related terms
- αξιοπρεπώς (axioprepós, adverb)
- αξιοπρέπεια f (axioprépeia, “dignity”)
- and see: άξιος (áxios, “worthy”) & πρέπει (prépei, “it must”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.