αποναρκωτικός
Greek
Adjective
αποναρκωτικός • (aponarkotikós) m (feminine αποναρκωτική, neuter αποναρκωτικό)
Declension
Declension of αποναρκωτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποναρκωτικός • | αποναρκωτική • | αποναρκωτικό • | αποναρκωτικοί • | αποναρκωτικές • | αποναρκωτικά • |
| genitive | αποναρκωτικού • | αποναρκωτικής • | αποναρκωτικού • | αποναρκωτικών • | αποναρκωτικών • | αποναρκωτικών • |
| accusative | αποναρκωτικό • | αποναρκωτική • | αποναρκωτικό • | αποναρκωτικούς • | αποναρκωτικές • | αποναρκωτικά • |
| vocative | αποναρκωτικέ • | αποναρκωτική • | αποναρκωτικό • | αποναρκωτικοί • | αποναρκωτικές • | αποναρκωτικά • |
Related terms
- see: αποναρκώνω (aponarkóno, “to stupefy”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.