θεαματικός
Greek
Declension
Declension of θεαματικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θεαματικός • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικοί • | θεαματικές • | θεαματικά • |
| genitive | θεαματικού • | θεαματικής • | θεαματικού • | θεαματικών • | θεαματικών • | θεαματικών • |
| accusative | θεαματικό • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικούς • | θεαματικές • | θεαματικά • |
| vocative | θεαματικέ • | θεαματική • | θεαματικό • | θεαματικοί • | θεαματικές • | θεαματικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θεαματικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θεαματικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θεαματικότερος • | θεαματικότερη • | θεαματικότερο • | θεαματικότεροι • | θεαματικότερες • | θεαματικότερα • |
| genitive | θεαματικότερου • | θεαματικότερης • | θεαματικότερου • | θεαματικότερων • | θεαματικότερων • | θεαματικότερων • |
| accusative | θεαματικότερο • | θεαματικότερη • | θεαματικότερο • | θεαματικότερους • | θεαματικότερες • | θεαματικότερα • |
| vocative | θεαματικότερε • | θεαματικότερη • | θεαματικότερο • | θεαματικότεροι • | θεαματικότερες • | θεαματικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θεαματικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | θεαματικότατος • | θεαματικότατη • | θεαματικότατο • | θεαματικότατοι • | θεαματικότατες • | θεαματικότατα • |
| genitive | θεαματικότατου • | θεαματικότατης • | θεαματικότατου • | θεαματικότατων • | θεαματικότατων • | θεαματικότατων • |
| accusative | θεαματικότατο • | θεαματικότατη • | θεαματικότατο • | θεαματικότατους • | θεαματικότατες • | θεαματικότατα • |
| vocative | θεαματικότατε • | θεαματικότατη • | θεαματικότατο • | θεαματικότατοι • | θεαματικότατες • | θεαματικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.