ιστορικός
See also: ἱστορικός
Greek
Pronunciation
- IPA(key): /i.sto.riˈkos/
- Hyphenation: ι‧στο‧ρι‧κός
Declension
Declension of ιστορικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικός • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικοί • | ιστορικές • | ιστορικά • |
| genitive | ιστορικού • | ιστορικής • | ιστορικού • | ιστορικών • | ιστορικών • | ιστορικών • |
| accusative | ιστορικό • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικούς • | ιστορικές • | ιστορικά • |
| vocative | ιστορικέ • | ιστορική • | ιστορικό • | ιστορικοί • | ιστορικές • | ιστορικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ιστορικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ιστορικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικότερος • | ιστορικότερη • | ιστορικότερο • | ιστορικότεροι • | ιστορικότερες • | ιστορικότερα • |
| genitive | ιστορικότερου • | ιστορικότερης • | ιστορικότερου • | ιστορικότερων • | ιστορικότερων • | ιστορικότερων • |
| accusative | ιστορικότερο • | ιστορικότερη • | ιστορικότερο • | ιστορικότερους • | ιστορικότερες • | ιστορικότερα • |
| vocative | ιστορικότερε • | ιστορικότερη • | ιστορικότερο • | ιστορικότεροι • | ιστορικότερες • | ιστορικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο ιστορικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | ιστορικότατος • | ιστορικότατη • | ιστορικότατο • | ιστορικότατοι • | ιστορικότατες • | ιστορικότατα • |
| genitive | ιστορικότατου • | ιστορικότατης • | ιστορικότατου • | ιστορικότατων • | ιστορικότατων • | ιστορικότατων • |
| accusative | ιστορικότατο • | ιστορικότατη • | ιστορικότατο • | ιστορικότατους • | ιστορικότατες • | ιστορικότατα • |
| vocative | ιστορικότατε • | ιστορικότατη • | ιστορικότατο • | ιστορικότατοι • | ιστορικότατες • | ιστορικότατα • |
Related terms
- see: ιστορία f (istoría, “history”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.