καλλίφωνος
Greek
Declension
Declension of καλλίφωνος
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καλλίφωνος • | καλλίφωνη • | καλλίφωνο • | καλλίφωνοι • | καλλίφωνες • | καλλίφωνα • |
| genitive | καλλίφωνου • | καλλίφωνης • | καλλίφωνου • | καλλίφωνων • | καλλίφωνων • | καλλίφωνων • |
| accusative | καλλίφωνο • | καλλίφωνη • | καλλίφωνο • | καλλίφωνους • | καλλίφωνες • | καλλίφωνα • |
| vocative | καλλίφωνε • | καλλίφωνη • | καλλίφωνο • | καλλίφωνοι • | καλλίφωνες • | καλλίφωνα • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καλλίφωνος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καλλίφωνος, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καλλιφωνότερος • | καλλιφωνότερη • | καλλιφωνότερο • | καλλιφωνότεροι • | καλλιφωνότερες • | καλλιφωνότερα • |
| genitive | καλλιφωνότερου • | καλλιφωνότερης • | καλλιφωνότερου • | καλλιφωνότερων • | καλλιφωνότερων • | καλλιφωνότερων • |
| accusative | καλλιφωνότερο • | καλλιφωνότερη • | καλλιφωνότερο • | καλλιφωνότερους • | καλλιφωνότερες • | καλλιφωνότερα • |
| vocative | καλλιφωνότερε • | καλλιφωνότερη • | καλλιφωνότερο • | καλλιφωνότεροι • | καλλιφωνότερες • | καλλιφωνότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο καλλιφωνότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καλλιφωνότατος • | καλλιφωνότατη • | καλλιφωνότατο • | καλλιφωνότατοι • | καλλιφωνότατες • | καλλιφωνότατα • |
| genitive | καλλιφωνότατου • | καλλιφωνότατης • | καλλιφωνότατου • | καλλιφωνότατων • | καλλιφωνότατων • | καλλιφωνότατων • |
| accusative | καλλιφωνότατο • | καλλιφωνότατη • | καλλιφωνότατο • | καλλιφωνότατους • | καλλιφωνότατες • | καλλιφωνότατα • |
| vocative | καλλιφωνότατε • | καλλιφωνότατη • | καλλιφωνότατο • | καλλιφωνότατοι • | καλλιφωνότατες • | καλλιφωνότατα • |
Antonyms
- κακόφωνος (kakófonos)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.