καταπραϋντικός
Greek
Adjective
καταπραϋντικός • (katapraÿntikós) m (feminine καταπραϋντική, neuter καταπραϋντικό)
Declension
Declension of καταπραϋντικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | καταπραϋντικός • | καταπραϋντική • | καταπραϋντικό • | καταπραϋντικοί • | καταπραϋντικές • | καταπραϋντικά • |
| genitive | καταπραϋντικού • | καταπραϋντικής • | καταπραϋντικού • | καταπραϋντικών • | καταπραϋντικών • | καταπραϋντικών • |
| accusative | καταπραϋντικό • | καταπραϋντική • | καταπραϋντικό • | καταπραϋντικούς • | καταπραϋντικές • | καταπραϋντικά • |
| vocative | καταπραϋντικέ • | καταπραϋντική • | καταπραϋντικό • | καταπραϋντικοί • | καταπραϋντικές • | καταπραϋντικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο καταπραϋντικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο καταπραϋντικός, etc.) | |||||
Synonyms
- ηρεμιστικός (iremistikós)
See also
- υπνωτικός (ypnotikós, “sleep inducing”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.