τηλεοπτικός
Greek
Adjective
τηλεοπτικός • (tileoptikós) m (feminine τηλεοπτική, neuter τηλεοπτικό)
- TV, television
- τηλεοπτικό πρόγραμμα (television programme)
- τηλεοπτικός σταθμός (television station)
- τηλεοπτικός οδηγός (television guide)
- televisual
Declension
Declension of τηλεοπτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικός • | τηλεοπτική • | τηλεοπτικό • | τηλεοπτικοί • | τηλεοπτικές • | τηλεοπτικά • |
| genitive | τηλεοπτικού • | τηλεοπτικής • | τηλεοπτικού • | τηλεοπτικών • | τηλεοπτικών • | τηλεοπτικών • |
| accusative | τηλεοπτικό • | τηλεοπτική • | τηλεοπτικό • | τηλεοπτικούς • | τηλεοπτικές • | τηλεοπτικά • |
| vocative | τηλεοπτικέ • | τηλεοπτική • | τηλεοπτικό • | τηλεοπτικοί • | τηλεοπτικές • | τηλεοπτικά • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο τηλεοπτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο τηλεοπτικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικότερος • | τηλεοπτικότερη • | τηλεοπτικότερο • | τηλεοπτικότεροι • | τηλεοπτικότερες • | τηλεοπτικότερα • |
| genitive | τηλεοπτικότερου • | τηλεοπτικότερης • | τηλεοπτικότερου • | τηλεοπτικότερων • | τηλεοπτικότερων • | τηλεοπτικότερων • |
| accusative | τηλεοπτικότερο • | τηλεοπτικότερη • | τηλεοπτικότερο • | τηλεοπτικότερους • | τηλεοπτικότερες • | τηλεοπτικότερα • |
| vocative | τηλεοπτικότερε • | τηλεοπτικότερη • | τηλεοπτικότερο • | τηλεοπτικότεροι • | τηλεοπτικότερες • | τηλεοπτικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο τηλεοπτικότερος", etc) | |||||
| Absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | τηλεοπτικότατος • | τηλεοπτικότατη • | τηλεοπτικότατο • | τηλεοπτικότατοι • | τηλεοπτικότατες • | τηλεοπτικότατα • |
| genitive | τηλεοπτικότατου • | τηλεοπτικότατης • | τηλεοπτικότατου • | τηλεοπτικότατων • | τηλεοπτικότατων • | τηλεοπτικότατων • |
| accusative | τηλεοπτικότατο • | τηλεοπτικότατη • | τηλεοπτικότατο • | τηλεοπτικότατους • | τηλεοπτικότατες • | τηλεοπτικότατα • |
| vocative | τηλεοπτικότατε • | τηλεοπτικότατη • | τηλεοπτικότατο • | τηλεοπτικότατοι • | τηλεοπτικότατες • | τηλεοπτικότατα • |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.