διασχίζω
Greek
Etymology
Borrowing from Ancient Greek διασχίζω (diaskhízō). Morphologically δια- (dia-) + σχίζω (schízo, “tear”).
Conjugation
διασχίζω διασχίζομαι
| Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
| Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
| 1 sg | διασχίζω | διασχίσω | διασχίζομαι | διασχλιστώ |
| 2 sg | διασχίζεις | διασχίσεις | διασχίζεσαι | διασχλιστείς |
| 3 sg | διασχίζει | διασχίσει | διασχίζεται | διασχλιστεί |
| 1 pl | διασχίζουμε, [‑ομε] | διασχίσουμε, [‑ομε] | διασχιζόμαστε | διασχλιστούμε |
| 2 pl | διασχίζετε | διασχίσετε | διασχίζεστε, διασχιζόσαστε | διασχλιστείτε |
| 3 pl | διασχίζουν(ε) | διασχίσουν(ε) | διασχίζονται | διασχλιστούν(ε) |
| Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
| 1 sg | διέσχιζα | διέσχισα | διασχιζόμουν(α) | διασχλίστηκα |
| 2 sg | διέσχιζες | διέσχισες | διασχιζόσουν(α) | διασχλίστηκες |
| 3 sg | διέσχιζε | διέσχισε | διασχιζόταν(ε) | διασχλίστηκε |
| 1 pl | διασχίζαμε | διασχίσαμε | διασχιζόμασταν, (‑όμαστε) | διασχλιστήκαμε |
| 2 pl | διασχίζατε | διασχίσατε | διασχιζόσασταν, (‑όσαστε) | διασχλιστήκατε |
| 3 pl | διέσχιζαν, διασχίζαν(ε) | διέσχισαν, διασχίσαν(ε) | διασχίζονταν, (διασχιζόντουσαν) | διασχλίστηκαν, διασχλιστήκαν(ε) |
| Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
| 1 sg | θα διασχίζω ➤ | θα διασχίσω ➤ | θα διασχίζομαι ➤ | θα διασχλιστώ ➤ |
| 2,3 sg, 1,2,3 pl | θα διασχίζεις, … | θα διασχίσεις, … | θα διασχίζεσαι, … | θα διασχλιστείς, … |
| Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
| Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … διασχίσει έχω, έχεις, … διασχισμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … διασχλιστεί είμαι, είσαι, … διασχισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Past perfect ➤ | είχα, είχες, … διασχίσει είχα, είχες, … διασχισμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … διασχλιστεί ήμουν, ήσουν, … διασχισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … διασχίσει θα έχω, θα έχεις, … διασχισμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … διασχλιστεί θα είμαι, θα είσαι, … διασχισμένος, ‑η, ‑ο | ||
| Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
| Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
| 2 sg | διέσχιζε | διέσχισε | — | διασχίσου |
| 2 pl | διασχίζετε | διασχίστε | διασχίζεστε | διασχλιστείτε |
| Other forms | Active voice | Passive voice | ||
| Present participle➤ | διασχίζοντας ➤ | — | ||
| Perfect participle➤ | έχοντας διασχίσει ➤ | διασχισμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
| Nonfinite form➤ | διασχίσει | διασχλιστεί | ||
| Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. […] rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.